παραμυθία

παραμυθία
Μεγάλος ημιορεινός δήμος (υψόμ. 300 μ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Η Π. βρίσκεται χτισμένη στους πρόποδες της κορυφής Koρύλας των βουνών της Παραμυθιάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.,), στον οποίο ανήκουν 22 κοινότητες, από τις οποίες η μεγαλύτερη είναι αυτή του Καρβουναρίου. Μια άποψη της Παραμυθιάς. Φυτεία καφέ κοντά στην πόλη Μαρινγκάς της Πολιτείας Παρανά της Βραζιλίας. Τμήμα της πολιτείας Γαριβάλδη στην Κουριτίμπα, πρωτεύουσας της Πολιτείας Παρανά. Φυτεία καφέ κοντά στην πόλη Μαρινγκάς της Πολιτείας Παρανά της Βραζιλίας. Κοπάδια βοδιών στο βραζιλιανό τμήμα του ποταμού Παρανά, όπου εκτρέφεται μεγάλος αριθμός βοοειδών.
* * *
ἡ, ΝΜΑ [παραμυθούμαι]
καθετί που γίνεται ή λέγεται για να ανακουφίσει τον πόνο, ιδίως τον ψυχικό, παρηγοριά
αρχ.
1. προτροπή, παρακίνηση
2. αποδεικτική συζήτηση, δηλαδή συζήτηση με την οποία ο ομιλητής πείθει εντελώς τον ακροατή
3. αναψυχή, τέρψη
4. ανακούφιση, καταπράυνση
5. λύση δυσκολίας, διασάφηση απορίας, εξήγηση («παραμυθία πρὸς τὴν ἀπορίαν», Πλούτ.)
6. δικαιολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραμυθία — παραμῡθίᾱ , παραμυθία encouragement fem nom/voc/acc dual παραμῡθίᾱ , παραμυθία encouragement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθίᾳ — παραμῡθίαι , παραμυθία encouragement fem nom/voc pl παραμῡθίᾱͅ , παραμυθία encouragement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραμυθιά — Sp Paramitijà Ap Παραμυθιά/Paramythia L ŠV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • παραμυθία — η λόγος παρηγορητικός, παρηγοριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμύθια — παραμύ̱θια , παραμύθιον address neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν — (Hans Christian Andersen, Όντενσε 1805 – Κοπεγχάγη 1875). Δανός συγγραφέας. Γόνος φτωχής οικογένειας (o πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του πλύστρα), παιδί συνεσταλμένο και άσχημο, συνήθισε να ζει στη μοναξιά (όπως το Ασχημόπαπο,ένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”